- αλεικυκλικές ενώσεις
- Χημ.όλες οι οργανικές χημικές ενώσεις στις οποίες τρία ή περισσότερα άτομα άνθρακα συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν κλειστό δακτύλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. alicyclic compounds < alicyclic < ali(phatic) «αλειφατικός», (πρβλ. αλειφατικές ενώσεις) + cyclic (πρβλ. κυκλικός) + compounds «ενώσεις»].
Dictionary of Greek. 2013.